- αμπαρωτός
- -ή, -ό [αμπαρώνω]αυτός που κλείνεται ή έχει κλειστεί με αμπάρα ή γενικότερα αυτός που κλείνεται με ασφάλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] … Dictionary of Greek